- ἐφεψαλώθη
- φεψαλόομαιto be burnt to ashesaor ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβροντώ — ἐκβροντῶ ( άω) (Α) 1. αφαιρώ με τον κεραυνό («ἐφεψαλώθη κἀξεβροντήθη σθένος», Αισχ.) 2. (αμτβ.) βροντώ δυνατά … Dictionary of Greek